Αδυναμία

** το κείμενο αυτό είναι της Μ.Χ., εμπνευσμένο μέσα από τις καταστάσεις που ζούμε τον τελευταίο καιρό.

Απρίλιος 2020

 

Η ελπίδα μου να πιαστώ,

είναι η σημαία που κυματίζει στο απέναντι μπαλκόνι

καθαρή, περήφανη,

ιδανικά χρόνων, συλλογική μνήμη.

 

Ελλάδα, άνθρωποι, αγώνας, φιλότιμο!

Ανήκω, είμαι μία απ’ αυτούς τους πολλούς…

τους παλιούς, τους προγόνους μου.

 

Είναι το έλατο στο πίσω μπαλκόνι

που φύτεψε φιλόδοξα ο γείτονας μου

και στέκει εκεί αγέρωχο και με κοιτάει.

Ίσιο, περήφανο, καθαρό με τη βροχή

που το ξέπλυνε και το πότισε.

 

Οι άνθρωποι δεν είναι εκεί αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν

μέσα σ’ όλα αυτά…

πιστεύουν, αγαπούν, απλώνονται, δίνουν, ελπίζουν.

 

Πονάω αλλά θα μαλακώσει και αυτό,

έβαλα λίγο βαλσαμόλαδο στον πόνο, πάει να μαλακώσει…

γιατί και αυτό τότε μου δόθηκε με αγάπη, με νοιάξιμο,

κι ας μην με ρωτούν πια εκείνοι αν ζω ή αν πέθανα, κάποτε έδιναν…

 

Η ψυχή σκύβει στο σώμα που πονά,

που ανησυχεί, που υποψιάζεται, που κατακλίζεται,

αλλά δεν θέλει να το δείξει…

 

Μην το δείξεις, μη λυγίσεις γιατί μετά… μετά…

Μετά τι;

Απλά θα το παραδεχτείς

ότι δεν είσαι άτρωτος, δεν είσαι γενναίος,

τρυπιέσαι, σπας, υποφέρεις, κλαις.

 

Δεν πειράζει.

 

Έρχεται τώρα η ώρα του πολεμιστή να ξαποστάσει,

να απορίσει, να αναρωτηθεί…

Τι έκανα μέχρι τώρα;

Τι έχασα; Τι ξέχασα; Τι άφησα;

 

Κι αυτη η ρημάδα η πανοπλία

έχει κολλήσει στη σάρκα και δεν βγαίνει…

Πιότερο από ποτέ βαριά!

 

Μ.Χ.

4 Απριλίου 2020