Γονείς- Υποστήριξη, προσωπική δουλειά

Η αγάπη προς τα παιδιά λειτουργεί σαν ένστικτο. Σαν να έρχεται από μόνη της όταν σχετιζόμαστε με το παιδί μας. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν αρκεί από μόνη της για να γίνουμε κατάλληλοι γονείς, που μεγαλώνουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τα παιδιά μας.

Ο τρόπος που δείχνουμε την αγάπη μας είναι πάρα πολύ σημαντικός, στην ανάπτυξη του παιδιού και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίον αγαπηθήκαμε οι ίδιοι σαν παιδιά. Ο τρόπος που θα αγαπήσουμε το παιδί μας, εξαρτάται από τον τρόπο που μας αγάπησαν οι γονείς μας.

Το να γίνουμε κατάλληλοι γονείς, που αγαπάμε και σεβόμαστε ειλικρινά τα παιδιά μας, είναι μία από τις δυσκολότερες δουλειές… καθώς μας καθιστά υπεύθυνους μίας αθώας και εύπλαστης “ψυχής”, η οποία αβίαστα μας αγαπά και μας κάνει το κέντρο του κόσμου της για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα… Υπό αυτό το πρίσμα, ο ρόλος του γονέα γίνεται μία πιο περίπλοκη και πιο σημαντική λειτουργία.

Ο ρόλος του γονέα εμπεριέχει την παρουσία και την συσχέτιση με το παιδί, κάθε στιγμή αλληλεπίδρασης μαζί του, με αυτό που εκφράζει, με αυτό που χρειάζεται… Πολλές φορές, ειδικά τα πρώτα χρονιά, ο ρόλος του γονέα μας οδηγεί να παραμερίσουμε τις δικές μας ανάγκες, να θυσιάσουμε πράγματα. Χρειάζεται να είμαστε παρόντες, ειλικρινείς, θαρραλέοι, να εξηγούμε, να επικοινωνούμε. Ο ρόλος του γονέα και η πραγματική αγάπη, ξεκινά πρώτα από μέσα μας. Ξεκινά από το παιδί που ήμασταν κάποτε και τις δικές του ανάγκες.

Το να σχετίζομαι με έναν άλλον άνθρωπο και ιδιαίτερα με ένα παιδί το οποίο κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του εξαρτάται από εμάς, είναι πολύ απαιτητικό. Για να είμαι κατάλληλος γονιός, σημαίνει να μπορώ πρώτα απ’ όλα, να κοιτάω μέσα μου. Όσο πιο καθαρός είμαι με τον εαυτό μου, τόσο καλύτερα και πιο εποικοδομητικά θα σχετιστώ με αυτόν που έχω απέναντι μου, θα καταλαβαίνω τις ανάγκες του και θα δημιουργώ χώρο και διαύλους επικοινωνίας.

Το κάθε παιδί, είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, μία μοναδική οντότητα. Η πρώτη πράξη αγάπης έχει να κάνει με την γνωριμία μας με την οντότητα αυτή.

Ο γονεϊκός ρόλος, σημαίνει να στεκόμαστε δίπλα καθώς το παιδί μαθαίνει να ζει, να επιλέγει, να διαλέγει δρόμους, να αναπτύσσεται. Σημαίνει να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες ώστε  το παιδί να εξελιχθεί όσο το δυνατόν καλύτερα.

Το να γίνουμε κατάλληλοι γονείς, προϋποθέτει να είμαστε ολοκληρωμένοι ενήλικες, και αυτό είναι μία δική μας προσωπική δουλειά η οποία δεν περνάει μέσα από το παιδί μας. Η ενηλικίωση βέβαια, σε καμία περίπτωση, δεν σημαίνει ότι δεν κάνουμε λάθη ή ότι είμαστε τέλειοι. Αντίθετα σημαίνει, ότι κάνουμε λάθη, τα οποία μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε, αναλαμβάνουμε την ευθύνη τους και την ευθύνη του εαυτού μας. Το να γίνουμε ενήλικες και αργότερα ή παράλληλα γονείς, δεν σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε λύσει όλα μας τα προβλήματα- αυτό είναι ανέφικτο έτσι κι αλλιώς. Αντίθετα σημαίνει ότι έχουμε το κουράγιο να τα κοιτάξουμε, να δούμε τον πόνο μας, τις αδύναμες πλευρές μας, τα τραύματα μας, να μάθουμε να στεκόμαστε δίπλα στον εαυτό μας που πονάει, να τον αγαπάμε. Κι αν δεν τα καταφέρνουμε πάντα, δεν πειράζει, είναι ανθρώπινο. Το πιο σημαντικό είναι να μην εγκαταλείψουμε την προσπάθεια.

Στη δουλειά με τους γονείς δίνεται ο χώρος όπου ο γονέας μπορεί να εκφράσει όλα όσα αισθάνεται, όλα όσα ανακινούνται μέσα του από τη συσχέτιση με το παιδί, τους προβληματισμούς του… Ο στόχος είναι η στήριξη των γονέων σε σχέση με το μεγάλωμα των παιδιών, και τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Μέσα από τη δουλειά αυτή, οι γονείς μπορούν να βρουν νέους τρόπους επικοινωνίας με τα παιδιά, να βελτιώσουν την σύνδεση μαζί τους, να ανακαλύψουν νέους τρόπους να σταθούν στην “κρίση” και να δουν μέσα σε ένα ασφαλή χώρο τι ανακινείται μέσα τους.
Η δουλειά αυτή βασίζεται στην φιλοσοφία του attachment parenting και του ψυχοδράματος, δηλαδή εστιάζουμε στην φροντίδα της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ γονέα και παιδιού, καθώς ο γονέας καλείται να ανταποκριθεί με ευαισθησία και ενσυναίσθηση στις ανάγκες του  Απευθύνεται σε γονείς με παιδιά όλων των ηλικιών.

Πρακτικά:

Η δουλειά με τους γoνείς αποτελείται από μία σειρά συναντήσεων που πραγματοποιούνται κατόπιν συννενόησης με τον έναν ή και τους δύο γονείς.

Η κάθε συνάντηση διαρκεί μιά ώρα και η συχνότητα συμφωνείται ανάλογα την ανάγκη.

Η πρώτη συνάντηση καθορίζεται κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας.