Εκεί που τα τζιτζίκια δεν σταματούν να τραγουδούν

Εκεί που τα τζιτζίκια δεν σταματούν να τραγουδάνε, εκεί που οι μύγες και τα κουνούπια κάνουν πάρτυ στα πόδια σου, και εκεί που τα ψαράκια δεν ξέρουν κατά που να πάνε.

Σηκώνεις το βλέμμα σου και όπου και να κοιτάξεις ένα στασίδι σε περιμένει να κάτσεις ,να αράξεις ,να αγναντέψεις το βουνό, τη φύση και να στοχαστείς.

Εσύ βέβαια δεν ήθελες να κάτσεις για πολύ, η καρέκλα σου και ο λογισμός σου βρίσκονταν αλλού, εκεί βρίσκονταν και άλλοι.

13 καρέκλες ενωμένες ,συμφιλιωμένες, κάπως τρομαγμένες και ανυπόμονες.

Στο κέντρο η σκηνή, δίπλα από τον καθένα η ρουφήχτρα, όποιος ήθελε πηδούσε ,όταν ήθελε επέστρεφε.

Δύο μάτια σε κοιτούσαν.

Μη χαθείς πολύ, σου έλεγαν.

Τελικά φεύγεις, πρέπει να φύγεις, φεύγεις όμως κάπως συμφιλιωμένη από εδώ ,λες θα ξαναέρθεις μα όταν έρθεις θες να θυμάσαι τον εαυτό που άφησες εδώ, τον εαυτό που βρήκες εδώ.

Ελπίζεις να τον θυμάσαι όταν ερθεις πάλι.

Προσδοκείς να στέκεσαι εδώ ,στην ξύλινη καρέκλα, στα ψαράκια δίπλα, ακούγοντας τις φωνές των άλλων. Οι άλλοι όμως θα λείπουν γι’ αυτό να σε θυμάσαι , μην σε ξεχάσεις.

 

Μυρτώ

Ιούλιος 2021