Ένα μαγικό παραλήρημα κλάματος

Είναι φοβερό το πως όταν ξεκινάμε να κλαίμε ερχόμαστε πιο κοντά. Όταν η Κατιάνα ξεκίνησε να κλαίει με λυγμούς, όλη η ομάδα άλλαξε. Τα πιο σφιχτά σαγόνια ξεκλείδωσαν. Οι άκλαφτοι ένιωσαν την υγρασία στα μάτια, ο ένας αυτόν τον σπάνιο εσωτερικό λυγμό. Άλλοι βρέχαν τις ποδιές τους.

Η Ιωάννα έκλαψε για πρώτη φορά μπροστά σε αγνώστους, μπροστά μου. Η Ιφιγένεια ξεχύθηκε στην αγκαλιά της φίλης της να κλάψουν μαζί. Κι εγώ που τρία λεπτά πριν σκεφτόμουν ότι τι είμαστε, ένα τσούρμο πυροβολημένοι άγνωστοι που μαζευτήκαμε στην εξοχή για να πούμε πόσο δεν μας αγάπησε η μάνα μας, σαν να ήμουν ένας κυνικός άντρας που δεν κλαίει ποτέ και αντέχει σε όλα, αυτός που τα συναισθήματα τα λιώνει μαζί με το τσιγάρο στο τασάκι, σταμάτησα να σκέφτομαι! Τον σιδερένιο άντρα, τη μανούλα μου, τι κάνω εδώ, πόσο αδύναμη μπορεί να είμαι. Σταμάτησα να σκέφτομαι και αφέθηκα στο μαγικό παραλήρημα του κλάματος, αφέθηκα να νιώσω και να αγαπήσω όλα αυτά τα αναφηλιτά και τα τρεμμάμενα χείλη.
Πέρασαν από μπροστά μου όλοι αυτοί που φέρθηκαν στην παραμικρή μου αγάπη σαν να ήταν το τσιγάρο που λιώνουν στο τασάκι, αυτό το αιώνιο ξίνισμα υπερδύναμης, η υποτίμηση του να μην με αντικρίζουν κατάματα. Τώρα σκέφτομαι και την αδιαφορία της γυρισμένης πλάτης και τα απαθή βλέμματα και όλη αυτή η μάζα δακρύων διένυσε αποστάσεις πο άλλοι ούτε διαννοούνται.

Έχω βλέπεις συνειδητοποιήσει από καιρό, μέσα από το ψυχόδραμα, κάτι που η επταετής θητεία μου ως ψυχαναλυόμενη ή η διετής καριέρα μου ως ψυχοθεραπευόμενη δεν είχε φέρει στο φως: ότι αν παραδέχομαι τα συναισθήματα μου, αυτά που ξέρω πια από που προέρχονται, πως μπορώ να μην με αγαπήσω και να μην σας αγαπώ;

Ευγενία

Τετραήμερη ψυχόδραμα στην Αγόριανη